δειμάτων

δειμάτων
δέμω
build
aor imperat act 3rd dual
δεῑμάτων , δεῖμα
fear
neut gen pl
δειματόω
frighten
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
δειματόω
frighten
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δειματῶν — δειματόω frighten pres part act masc voc sg (doric aeolic) δειματόω frighten pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) δειματόω frighten pres part act masc nom sg δειματόω frighten pres inf act (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έξωθεν — (AM ἔξωθεν) επίρρ. αυτός που έρχεται ή προέρχεται από έξω («ο έξωθεν κίνδυνος») μσν. νεοελλ. φρ. «ή έξωθεν καλή μαρτυρία» (κυρίως για κληρικούς) η εκτίμηση τής κοινής γνώμης, η υπόληψη τού κόσμου αρχ. μσν. 1. έξω (α. «ἄς ἔλθωσιν οἱ ἅπαντες ἔξωθεν …   Dictionary of Greek

  • δείμα — δεῑμα, το (Α) 1. φόβος, τρόμος («δεῑμα φέρων Δαναοῑσι» προκαλώντας τρόμο στους Δαναούς) 2. ό,τι προκαλεί φόβο, φόβητρο («ἐκ δείματος τοῡ νυκτέρου» από τον νυχτερινό εφιάλτη) 3. φρ. «δειμάτων άχη» τρομερές συμφορές (ή τέρατα). [ΕΤΥΜΟΛ. < *δFεῑ… …   Dictionary of Greek

  • ԶԱՐՀՈՒՐԵՑՈՒՑԻՉ — (ցչի, չաց.) NBH 1 0720 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 8c, 10c, 12c ա. δειματῶν, θαμβέων, πλητικώτερος եւն. Դողացուցիչ. ահարկու. յետս կասեցուցիչ. *Արս սրիկայս եւ զարհուրեցուցիչս. Դտ. ՟Թ. 4: *Զարհուրեցուցիչ կազմած պատերազմի, կամ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”