δειματῶν — δειματόω frighten pres part act masc voc sg (doric aeolic) δειματόω frighten pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) δειματόω frighten pres part act masc nom sg δειματόω frighten pres inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έξωθεν — (AM ἔξωθεν) επίρρ. αυτός που έρχεται ή προέρχεται από έξω («ο έξωθεν κίνδυνος») μσν. νεοελλ. φρ. «ή έξωθεν καλή μαρτυρία» (κυρίως για κληρικούς) η εκτίμηση τής κοινής γνώμης, η υπόληψη τού κόσμου αρχ. μσν. 1. έξω (α. «ἄς ἔλθωσιν οἱ ἅπαντες ἔξωθεν … Dictionary of Greek
δείμα — δεῑμα, το (Α) 1. φόβος, τρόμος («δεῑμα φέρων Δαναοῑσι» προκαλώντας τρόμο στους Δαναούς) 2. ό,τι προκαλεί φόβο, φόβητρο («ἐκ δείματος τοῡ νυκτέρου» από τον νυχτερινό εφιάλτη) 3. φρ. «δειμάτων άχη» τρομερές συμφορές (ή τέρατα). [ΕΤΥΜΟΛ. < *δFεῑ… … Dictionary of Greek
ԶԱՐՀՈՒՐԵՑՈՒՑԻՉ — (ցչի, չաց.) NBH 1 0720 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 8c, 10c, 12c ա. δειματῶν, θαμβέων, πλητικώτερος եւն. Դողացուցիչ. ահարկու. յետս կասեցուցիչ. *Արս սրիկայս եւ զարհուրեցուցիչս. Դտ. ՟Թ. 4: *Զարհուրեցուցիչ կազմած պատերազմի, կամ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)